- ραιβόκρανος
- -η, -ο / ῥαιβόκρανος, -ον, ΝΜΑαυτός που έχει ραιβό, δηλαδή στραμμένο, το κεφάλι του προς τη μία πλευρά, στραβοκέφαλος, στραβολαίμηςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το ραιβόκρανοιατρ. ανωμαλία κατά την οποία η κεφαλή έλκεται προς το ένα πλάγιο και στρέφεται έτσι ώστε το πηγούνι να βλέπει προς το αντίθετο πλάγιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαιβός «στραβός, κυρτός» + -κράνος (< *κρᾶνον, βλ. λ. κρανίον) πρβλ. ορθό-κρανος].
Dictionary of Greek. 2013.